- μελιγγόνι
- μελιγγούνι τό маленький муравей, мураш
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελιγγόνι — και μελιγγούνι, το βλ. μηλιγγόνι … Dictionary of Greek
μηλιγγόνι — και μελιγγόνι και μελιγγούνι, το (διαλ. τ.) 1. το μυρμήγκι 2. (για πρόσ.) άπειρο πλήθος … Dictionary of Greek
βεσπίδες — (vespidae). Οικογένεια υμενοπτέρων κεντροφόρων εντόμων, με κυριότερο εκπρόσωπό τους τη βέσπη, που συγχέεται από πολλούς με τη σφήκα. Οι β. κατασκευάζουν τις φωλιές τους στα κλαδιά των δέντρων, στις άκρες της στέγης των σπιτιών ή σε τρύπες στο… … Dictionary of Greek